- χέεια
- χέεια, ἡ, [dialect] Ep. for χειά, cj. in Nic.Th.79.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χέεια — ἡ, Α (επικ. τ.) βλ. χειά … Dictionary of Greek
χεείαις — χέεια fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειά — και ιων. τ. χειή και επικ. τ. χέεια, ἡ, Α 1. τρύπα, φωλιά ζώου και, κυρίως, φιδιού 2. φρ. «ἥβαν οὐκ ἄπειρον καλῶν ἐδάμασεν ὑπὸ χειᾷ» μτφ. δεν έθαψε τη νιότη του (Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. λ. αβέβαιης ετυμολ. Οι συνδέσεις τής λ. χειά, τόσο με τη λ.… … Dictionary of Greek
жучина — раковина или выбоина в ч. л. , вост. русск. (Даль). Родство с лат. fоvеа яма , греч. χειή, χεεία дыра, яма (Горяев, ЭС 112) не является невозможным, поскольку последние возводят к *gheu̯ei̯ā, *ghou̯ei̯ā; см. Вальде–Гофм. I, 538; Преобр. I, 239.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера